- γιάγμα
- το грабёж, расхищение
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διαγουμίζω — και διαγουμάω και διαγουμώ 1. λεηλατώ, διαρπάζω, κουρσεύω 2. διασκορπίζω, σπαταλώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Υποστηρίχθηκε ότι διαγουμίζω < (όψιμο μσν.) διαγουμίζω < αρχ. διακομίζω, ενώ κατ άλλους από το γιάγμα < τουρκ. yağma «διαρπαγή»… … Dictionary of Greek